- σύμψυχος
- σύμψῡχος, ον,A of one mind, at unity, Ep.Phil.2.2; united in soul,
τῇ γῇ Polem.Call.54
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῇ γῇ Polem.Call.54
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύμψυχος — η, ο / σύμψυχος, ον, ΝΜΑ, και σύψυχος Ν νεοελλ. μσν. αύτανδρος («το καράβι βούλιαξε σύψυχο») αρχ. 1. αυτός που έχει το ίδιο φρόνημα με κάποιον άλλον («ἵνα τὸ αὐτὸ φρονῆτε, τὴν αὐτὴν άγάπην ἔχοντες, σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῡντες», ΚΔ) 2. ο ενωμένος… … Dictionary of Greek
σύμψυχος — σύμψῡχος , σύμψυχος of one mind masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμψυχον — σύμψῡχον , σύμψυχος of one mind masc/fem acc sg σύμψῡχον , σύμψυχος of one mind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμψυχία — ἡ, ΜΑ [σύμψυχος] σύμπνοια … Dictionary of Greek
συμψυχώ — όω, Μ [σύμψυχος]. ενώνω με την ψυχή … Dictionary of Greek
σύψυχα — Ν επίρρ. βλ. σύμψυχος … Dictionary of Greek
σύψυχος — η, ο, Ν βλ. σύμψυχος … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
συμψύχοις — συμψύ̱χοις , σύμψυχος of one mind masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμψύχου — συμψύ̱χου , σύμψυχος of one mind masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμψύχους — συμψύ̱χους , σύμψυχος of one mind masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)